PDF Print E-mail

Απόστολος Πιερρής

Τα Ύδατα της Στυγός

Φύση και Νόημα ενός Τόπου Παρουσίας

του Αρχέγονου Υγρού







Χώρος και πνεύμα αλληλοσυναρτώνται στην ολοκληρία του είναι. Τόπος και πολιτισμός εκφράζουν την ίδια συστατική ιδέα. Η γεωγραφία είναι η πρώτη φανέρωση μιας ουσίας ως μορφής. Η Ελληνική αρμονία είναι το άνθος του σπόρου του βιώματος του Κάλλους που φυτεύθηκε στην Ελληνική φύση και βρήκε εκεί την ταιριαστή Τιθήνηση.
Η γένεση της Φιλοσοφίας έγινε εξ ύδατος. Ανεδύθη ο Λόγος εκ των αρχεγόνων υδάτων. Το ύδωρ ως πρώτη αρχή και ουσία του Κόσμου έλυσε το μυστήριο της ενότητας στην πολλαπλότητα, της σταθερότητας στη μεταβολή, της αναγκαιότητας στην ενδεχομενικότητα της κοσμικής ύπαρξης.
Ο Κόσμος είναι ολότητα, έχει τάξη και ρυθμό, και ως Κάλλος τελειότητας, ως όντως «Κόσμος», είναι αναγκαίος. Το υγρό στοιχείο δίνει τη βάση της πολλαπλότητας με τον μηχανισμό της αραίωσης (αήρ, πυρ) και πύκνωσης (στερεό). Η αναγκαιότητα του Κόσμου προκύπτει από το ότι το ύδωρ είναι η μοναδική έσχατη υπόστασή του. Επίσης, όπως το στερεό ίσταται και καθίσταται, και όπως το αέριο διαχέεται κατά την εσώτερη φύση του, έτσι το υγρό ρέει. Η εγγενής ροϊκότητά του είναι η αρχή της κίνησης, της μεταβολής, και έτσι το θεμέλιο και ο νόμος του γίγνεσθαι.
Αυτήν τη ροϊκότητα πραγματοποιεί ο Ωκεανός, περιρρέων τη γη και ορίζων (ως ορίζοντας) αυτήν κατά τα κοινά όριά της με τον Ουρανό και τα Υποχθόνια του Άδη. Κατά τα Ορφικά ο Ωκεανός περιέχει και συνέχει την γη ελισσόμενος πέριξ αυτής (OF 115):
κύκλον δ᾿ ἀκαμάτου καλλιρρόου Ὠκεανοῖο,
ὃς γαῖαν δίνησι πέριξ ἔχει ἀμφιελίξας.
Cf. Ορφικοί Ύμνοι, LXXXIII, 3:
ὃς περικυμαίνει γαίης περιτέρμονα κύκλον.
Διονύσιος Περιηγητής, 27:
πάντη δ᾿ ἀκαμάτου φέρεται ρόος Ὠκεανοῖο.
Λόγω της ροής του υγρού, ο Ωκεανός είναι αρχή πάσης κινήσεως και μεταβολής.
«Δηλοῦσι δὲ οἱ θεολόγοι [πρωτίστως με αυτόν τον όρο εννοείται ο Ορφέας] τὸν Ὠκεανὸν ἁπάσης εἶναι κινήσεως χορηγόν». Πρόκλος, Commentaria in Platonis Timaeum, ad 40e, III, 180, 8 Diehl ( = OF 116).
Με το υγρό ως πρώτη αρχή συνάγουμε και τη θεμελίωση της ρυθμικότητας του κοσμικού γίγνεσθαι. Το κοσμικό γίγνεσθαι είναι η ροή της ουσίας του κόσμου, του ύδατος ως πρώτης αρχής, και ο ρυθμός του κόσμου είναι ο νόμος της ροής της ρευστής ουσίας του.
Το υγρό ως εγγενώς ρευστό έχει φυσικά και συμβολικά χαρακτηριστικά που το καθιερώνουν στον ρόλο της πρώτης αρχής του κόσμου. Εξήγησα στο προηγούμενο Κείμενο Σκέψης τη συνέργεια αυτών των φυσικών και συμβολικών χαρακτήρων, επιμαρτυρόμενος και τον Αριστοτέλη.
Ένας ισχυρός συμβολισμός που επικαλείται και ο Αριστοτέλης είναι τα Ύδατα της Στυγός. Επήγαμε λοιπόν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο να ανανεώσουμε την άμεση αίσθηση της φυσικής υπόστασης αυτού του πνευματικού συμβολισμού.
Στην ανατολική πλευρά των Αροανίων (Χελμού) υπάρχει ένας τεράστιος ορεινός κατακόρυφος τοίχος, στο νότιο μέρος του οποίου δημιουργείται πελώρια πτύχωση το ίδιο απόκρημνη και υψηλή. Ως βραχώδες καταπέτασμα του Ναού της Φύσης, η πτύχωση σχίζεται από άνω έως κάτω με ένα τιτανικό ρήγμα που εμπνέει τη φρίκη των Ταρτάρων. Αριστερά βλέποντάς το καθώς ανεβαίνουμε το μονοπάτι προσπέλασης της βάσης των Στύγειων Υδάτων, η πτυχή επιπεδώνεται κάθετα σε τρομακτικό ύψος περίπου 200 μέτρων γυμνού βράχου. Από ωοειδή οπή στον βράχο ψηλά, απλησίαστη και ορώμενη μόνο από απέναντι ύψωμα στα δεξιά της βαθύτατης χαράδρας προς την οποία καταρρέουν και τα νερά από τη Στύγα, καταιωνίζεται το Ύδωρ της Στυγός, λίγο (όχι ως καταρράκτης, αλλά ως βροχή σταλαγμών) όμως ισχυρό («ὄβριμο», Ομηρικός Ύμνος εις Ερμή, 519. Cf. Ησίοδος, Θεογονία, 785, όπου διάφορος γραφή έχει πολυόβριμον αντί του πολυώνυμον, υποδηλώνοντας ίσως (West) ένα αρχικό «Στυγός ὄβριμον»), και ιδιαίτερα ψυχρό (Θεογονία, 786) και μυστηριώδες. Με τον αέρα διασπείρεται σε σταγονίδια τα οποία άλλοτε εμφανίζονται στον ανερχόμενο εκ του μακρόθεν ως ακίνητη υάλινη πλάκα, άλλοτε ως αυτοβούλως ποικίλως μετατιθέμενα και άλλοτε ως νέφος βροχής. Τα νερά πέφτουν σε βραχώδη βάση και καταπίνονται στη γη. Στα νότια της βραχώδους πλάκας το βουνό ψηλά κατατέμνεται αδρά και βαθειά σε απόκρημνους σχηματισμούς άγριας ομορφιάς. Η ορεινή πτύχωση έχει έκδηλα τα χαρακτηριστικά της ορογένεσης, με καμπύλες διαστρωματώσεις του βράχου σε τρομακτικούς ρυθμούς.
Το τοπίο του Μυχού της Στυγός είναι δεόμεστο. Έχει περιγραφεί ως “some of the most awesome scenery to be found anywhere” (M. West (ed.), Hesiod’s Theogony, p. 371). Ο Ησίοδος (Θεογονία, 806) το περιγράφει ως «καταστύφελο χῶρο», τραχύ και αδρό:
τοῖον ἄρ᾿ ὅρκον ἔθεντο θεοὶ Στυγὸς ἄφθιτον ὕδωρ,
ὠγύγιον· τὸ δ᾿ ἴησι καταστυφέλου διὰ χώρου.
Είναι σαν να βρίσκεσαι στη δημιουργία της γης, στην ανάδυση του αρχέγονου βουνού από τα προαιώνια κοσμικά ύδατα, του Όρους από τον Ωκεανό, του γήινου φαλλού από την πρώτιστη πηγή παντός υγρού, του Ωκεανού από όπου προέρχονται κατ’ ευθείαν τα Στύγεια Ύδατα.
Η Στυξ είναι φύση χθόνια, του κάτω κόσμου. Υφίσταται και στον Άδη. Ο Πανύασσις ομιλεί για το Στυγός ύδωρ που κατακλύζει τον Σίσυφο στον Άδη, μέρος της αιώνιας τιμωρίας του. Fr. 15 Bernabe:
ὥς ἄρα μιν εἰπόντα κατασ[τέγασε Στυγὸς] ὕδωρ.
Η συμπλήρωση ειναι πρακτικά βέβαιη λόγω των συμφραζομένων στην πηγή, που ειναι Σχόλια στον Αντίμαχο από τον Πάπυρο P. Univ. Mediol. 17, του 2ου αιώνα μ. Χ., col. II 50 (ed. Vogliano): ]ης Στυγὸς ὕδωρ. ὑποτίθεται ἐν Ἅιδου, καθάπερ καὶ Πανύασσ[ις λέγων περὶ τ]οῦ Σισ[ύ]φου ἐν Ἅιδου [ὄ]ντος φησίν ( και ακολουθεί ο προμνημονευθείς στίχος).   
Εμφανίζεται λοιπόν η Στυξ σαν δισυπόστατη, στον Άδη και στα Αροάνια. Δεν χρειάζεται όμως να την διπλασιάσουμε. Και η ταυτοποίησή της ακόμη στα υποχθόνια παράγεται από την Αρκαδική φυσική της οντότητα. (Θα δούμε ότι το πρόσεξε ήδη ο Παυσανίας σε σχέση με τον Όμηρο).
Στην Ιλιάδα Θ, 369 τα στυγός Ύδατα ευρίσκονται στον Άδη, αλλά έχουν απόκρημνη ροή:
οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε (sc. ὁ Ἡρακλῆς) Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ρέεθρα.
Η μυθολογία συνέδεσε ροές υποχθόνιες και επιχθόνιες δια του Ωκεανού. Στην Ιλιάδα Ο, 36, όταν ορκίζεται η Ήρα ενώπιον του Διός, το Ύδωρ της Στυγός είναι ενιαίος συμβολισμός δίπλα στη Γη και τον Ουρανό:
ἵστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν
καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος
ὅρος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν.
Το νερό στάζει («κατειβόμενον»), καταιωνίζεται, δεν πέφτει σαν καταρράκτης, όπως ακριβώς στη φυσική του αναφορά.
Στον άλλο όρκο της Ήρας (Ιλιάς Ξ, 271-9), η θεά πιάνει τη γη με το ένα χέρι, τη θάλασσα με το άλλο και ορκίζεται στο «ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ», στο απαραβίαστο Ύδωρ της Στυγός, επικαλούμενη τους Τιτάνες στον Τάρταρο. Έτσι την υποχρεώνει να ορκισθεί η Ίρις για να βεβαιωθεί ότι θα επιτελέσει το υπεσχημένο :
ἄγρει νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ,
χειρὶ δὲ τῇ ἐτέρῃ μὲν ἕλε χθόνα πολυβότειραν,
τῇ δ᾿ ἑτέρῃ ἅλα μαρμαρέην, ἵνα νῶιν ἅπαντες
μάρτυροι ὦσ᾿ οἱ ἔνερθε θεοὶ Κρόνον ἀμφὶ ἐόντες.
Πάλι πρόκειται για ενιαία υπόσταση, έστω και με δυο φύσεις (!). Στην Οδύσσεια μάλιστα παρουσιάζεται η μυθολογική σύναψη των δυο συνιστωσών. Ο Κωκυτός ποταμός του Άδη είναι μέρος της Στυγός, Οδύσσεια, κ, 514:
Κωκυτός θ᾿, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστι ἀπορρώξ.
Κατά την Ιλιάδα, Β, 751-5, από τη Στύγα προέρχεται και το νερό του Τιταρήσιου, Θεσσαλικού θεσπέσιου ποταμού που εκβάλλει στον Πηνειό:
οἵ τ᾿ ἀμφ᾿ ἱμερτὸν Τιταρήσιον ἔργ᾿ ἐνέμοντο,
ὅς ρ᾿ ἐς Πηνειὸν προϊεῖ καλλίρροον ὕδωρ.
οὐδ᾿ ὅ γε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ,
ἀλλά τε μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠύτ᾿ ἔλαιον·
ὅρκου γὰρ δεινοῦ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ.
Η συνάρτηση Στυγός και Ωκεανού εμφανίζεται στην Ιλιάδα εμμέσως, δια της έμφασης στην υγρή γένεση των πάντων. Το πλαίσιο του δεύτερου όρκου της Ήρας (Ξ, 271 sqq.) περιλαμβάνει τη διπλή αναφορά στη γενετική πρωτοκαθεδρία του ζεύγους Ωκεανού και Τηθύος (αντί του πιο ορθόδοξου Ουρανού και Γης). Ξ, 245-6:
….. καὶ ἂν ποταμοῖο ρέεθρα
Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται.
Ξ, 301-2:
ἔρχομαι ὀψομένη πολυφόρβοιο πείρατα γαίης,
Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν.
Στο ίδιο πλαίσιο, που υποδηλώνει εναλλακτική από την “ορθόδοξη” θεογονία, τονίζεται και η δεόμεστη αυθεντία της Νυκτός. Ο Ζευς καταδιώκει για να τιμωρήσει τον Ύπνο, ο οποίος γλυτώνει τα χείριστα καταφεύγων στο προαιώνιο Σκότος της Νυκτός· ο Ζευς αισθάνεται δέος να παραβιάσει τον πέπλο της. Ξ, 258-61:
…καί κε μ᾿ (sc. τον Ύπνον) ἄϊστον ἀπ᾿ ἀθέρος ἔμβαλε πόντῳ
(sc. ο Ζευς),
εἰ μὴ Νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν
τὴν ἱκόμην φεύγων, ὃ δ’ἐπαύσατο χωόμενός περ·
ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἔρδοι.
Νυκτός αρχιθεσία, και υγρή γένεσις εξ Ωκεανού και Τηθύος των πάντων, και Στυξ, συγκλίνοντα υποδηλώνουν Ορφική ρίζα.
Στον Ησίοδο η Στυξ προσωποποιείται ως η ηγεμονική των Ωκεανιδών. Ο Ωκεανός και η Τηθύς γεννούν τους ποταμούς που τρέφουν τη γη, και τις Ωκεανίδες Νύμφες, που μαζί με τον βασιλέα Απόλλωνα, και τους ποταμούς, αυξάνουν τους κούρους. Θεογονία, 337:
Τυθὺς δ᾿ Ὠκεανῷ ποταμοὺς τέκε δινήεντας
. . .
346-9:
τίκτε δὲ Κουράων ἱερὸν γένος, αἳ κατὰ γαῖαν
ἄνδρας κουρίζουσι σὺν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
καὶ ποταμοῖς, ταύτην δὲ Διὸς πάρα μοῖραν ἔχουσι,
Πειθώ τ᾿ Ἀδμήτη τε Ἰάνθη τ᾿ Ἠλέκτρη τε
κτλ.
361:
καὶ Στύξ, ἣ δή σφέων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων.
Και ακόμη περισσότερο η Στύγα γέννησε περιβόητο τετρακτύν τέκνων, τον Ζήλο, τη Νίκη, το Κράτος και τη Βία. 383-5:
Στὺξ δ᾿ ἔτεκ᾿ Ὠκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι μιγεῖσα
Ζῆλον καὶ Νίκην καλλίσφυρον ἐν μεγάροισι
καὶ Κράτος ἠδὲ Βίην ἀριδείκετα γείνατο τέκνα.
(Ζήλος είναι η Δόξα, η Επιζηλία, όχι η ζήλεια, αλλά το αντικείμενο της ζήλειας).
Και όταν ο Ζευς, ηγεμονεύσας της Νέας των θεών Τάξης, ευρίσκετο στην αιχμή του κινδύνου κατά τον αγώνα του εναντίον των παλαιών Τιτανικών θεών και του πατρός του Κρόνου, και ζήτησε τη συνδρομή όσων από τις παλαιές, αρχέγονες Δυνάμεις θα ρίξουν το βάρος τους υπέρ του για τη Νέα Τάξη, υποσχόμενος την τήρηση των εξουσιών τους και την ύψωση της τιμής τους, η Στυξ με τα τέκνα της πρώτη προσεπικούρησε ακολουθώντας τη συμβουλή του πατρός της Ωκεανού. Από τότε η ιερά τετρακτύς της Στύγειας γέννας παρεδρεύει αχωρίστως στον θρόνο του Διός, ουδέ αποστατεί. 386 sqq.:
τῶν (sc. των τέκνων της Στυγός) οὐκ ἐστ᾿ ἀπάνευθε Διὸς δόμος,
οὐδέ τις ἕδρη,
οὐδ᾿ ὁδός, ὅππῃ μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύει,
ἀλλ᾿ αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ βαρυκτύπῳ ἑδριόωνται.
ὥς γὰρ ἐβούλευσε Στὺξ ἄφθιτος Ὠκεανίνη
390    ἤματι τῷ, ὅτε πάντας Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς
ἀθανάτους ἐκάλεσσε θεοὺς ἐς μακρὸν Ὄλυμπον,
εἶπε δ᾿, ὃς ἂν μετὰ εἷο θεῶν Τιτῆσι μάχοιτο,
μή τίν᾿ ἀπορραίσειν γεράων, τιμὴν δὲ ἕκαστον
ἐξέμεν ἣν τὸ πάρος γε μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
395    τὸν δ᾿ ἔφαθ᾿, ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ᾿ ἀγέραστος,
τιμῆς καὶ γεράων ἐπιβησέμεν, ἣ θέμις ἐστίν.
ἦλθε δ᾿ ἄρα πρώτη Στὺξ ἄφθιτος Οὐλυμπόνδε
σὺν σφοῖσιν παίδεσσι φίλου διὰ μήδεα πατρός·
τὴν δὲ Ζεὺς τίμησε, περισσὰ δὲ δῶρα ἔδωκεν.
400    αὐτὴν μὲν γὰρ ἔθηκε θεῶν μέγαν ἔμμεναι ὅρκον,
παῖδας δ᾿ ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι.
ὣς δ᾿ αὔτως πάντεσσι διαμπερές, ὥς περ ὑπέστη,
ἐξετέλεσσ᾿· αὐτὸς δὲ μέγα κρατεῖ ἠδὲ ἀνάσσει.
Ο Κόσμος ριζώνεται πάνω από το αρχέγονο Χάος, εκεί όπου ευρίσκονται οι πηγές και τα πέρατα Γης και Ταρτάρου και Πόντου και Ουρανού. Πύλες μαρμάρινες και χάλκινο κατώφλι και τείχος κλείνουν την είσοδο στο Χάος. (Εναρμόνισα τη συνέχεια του κειμένου που είναι τεταραγμένη στη χειρογραφική παράδοση):
736=807    ἔνθα δὲ Γῆς δνοφερῆς καὶ Ταρτάρου ἠερόεντος
Πόντου τ᾿ ἀτρυγέτοιο καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾿ ἔασιν,
739=810    ἀργαλέ᾿ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
811    ἔνθα δὲ μαρμάρεαί τε πύλαι καὶ χάλκεος οὐδὸς
ἀστεμφής, ρίζῃσι διηνεκέεσσιν ἀρηρώς,
αὐτοφυής· πρόσθεν δὲ θεῶν ἔκτοθεν ἁπάντων
814    Τιτῆνες ναίουσι, πέρην χάεος ζοφεροῖο.
740    χάσμα μέγ᾿, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ᾿, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
743    ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
Εκεί, στις ρίζες του Κοσμικού Συστήματος, ριζώνει και ο Ωκεανός που περιβάλλει και συσφίγγει και ορίζει και συνέχει τον Κόσμο, ελισσόμενος περί γην και θάλασσαν. Από δέκα μοίρες του Ωκεανοῦ οι εννέα περιτρέχουν τον ορίζοντα και εν συνεχεία τροφοδοτούν δια των ποταμών την εσωτερική θάλασσα (Μεσόγειο). Μια μοίρα συνιστά τη Στύγα που κατοικεί μυθολογικά εκεί, στις κοινές ρίζες των πάντων. Αλλά και εδώ, σε αυτήν την περίπτωση, όπως στον Όμηρο ανωτέρω, η κατοικία της στα υποχθόνια κέντρα του παντός, περιγράφεται με τους όρους της φυσικής Στυγός των Αροανίων.
775    ἔνθα δὲ ναιετάει στυγερὴ θεὸς ἀθανάτοισι,
δεινὴ Στύξ, θυγάτηρ ἀφορρόου Ὠκεανοῖο
πρεσβυτάτη· νόσφιν δὲ θεῶν κλυτὰ δώματα ναίη
μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέ᾿· ἀμφὶ δὲ πάντῃ
κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται.
Υψηλός και απόκρημνος βράχος («μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέα»). Το πανύψηλο, τεράστιο καταπέτασμα με το τρομερό ρήγμα που περιέγραψα παραπάνω αποδίδεται ως σειρά κιόνων που φθάνουν τον ουρανό. «Αργυροί» κίονες, ο βράχος που λαμποκοπά στον ήλιο σε σχέση με το καταμαύρισμα, όπου καταιωνίζεται το παντοδύναμο νερό. (Μαυρονέρι είναι η λαϊκή ονομασία των Υδάτων της Στυγός). Επίσης, τον Φεβρουάριο είδε ο πρίγκηψ Pückler (Südösticher Bildersaal, ii, 203f.) τον παγωμένο καταρράκτη σαν «δυο παγοκαρφιά να κρέμονται στον βραχότοιχο» (Bölte, Real Enkyklopädie, IVA,    p. 458). Και ο Frazer (Pausanias, IV, 250 ff.) γράφει: «Λέγεται ότι όταν κάποιο σύννεφο ακουμπάει στην κορυφή του γκρεμού, το καταιωνιζόμενο νερό φαίνεται να πέφτει κατ’ ευθείαν από τον ουρανό».
Όταν γεννάται έρις και νείκος μεταξύ των αθανάτων, και ψεύδος λέγεται από τους Αγνούς Ολύμπιους, ο Ζευς στέλνει την αγγελιαφόρο Ίριδα να φέρει σε χρυσό κύπελλο το ψυχρό νερό από τη Στύγα για να ορκιστούν την αλήθεια οι διϊστάμενοι πάνω στον Μέγα Όρκο (780 sqq.). Το άγιο, φρικτό νερό καταρρέει σταλαγματί, από υψηλό, απόκρημνο βράχο. Ξεκινάει από τα ριζά του Κόσμου, το ένα δέκατο του ρόου του Ωκεανού και πέφτει από την τεράστια πέτρα. Τα άλλα εννέα δέκατα της Ωκεάνειας ροής καταλήγουν, δια των ποταμών, τέκνων του Ωκεανού, στη θάλασσα.
782    ὀππότ᾿ ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρηται,
καὶ ρ᾿ ὅστις ψεύδηται Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχόντων,
Ζεὺς δέ τε Ἶριν ἔπεμψε θεῶν μέγαν ὅρκον ἐνεῖκαι
τηλόθεν ἐν χρυσέῃ προχόῳ πολυώνυμον ὕδωρ,
ψυχρόν, ὅ τ᾿ ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο
ὑψηλῆς· πολλὸν δὲ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
ἐξ ἱεροῦ ποταμοῖο ρέει διὰ νύκτα μέλαιναν,
Ὠκεανοῖο κέρας, δεκάτη δ᾿ ἐπὶ μοῖρα δέδασται·
ἐννέα μὲν περὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος εἰς ἅλα πίπτει,
ἡ δὲ μί᾿ ἐκ πέτρης προρέει, μέγα πῆμα θεοῖσιν.
Το Στύγειον ύδωρ είναι βλάβη για τους θεούς, γιατί όποιος επιορκήσει ἐπ᾿ αυτού τον πιάνει κώμα για ένα ολόκληρο Μέγα Ενιαυτό. Χωρίς νέκταρ και αμβροσία, χωρίς πνοή και ομιλία, κείται βαρύτατα ασθενής σαν νεκρός. Και μόλις περάσει ο Μέγας Ενιαυτός, πρέπει να εκτελέσει χαλεπούς άθλους, μακριά από τη θεία κοινωνία, για εννέα ακόμη χρόνια. Μόνον τότε, το δέκατο έτος, ξανασυμμετέχει στις πανδαισίες των αθανάτων.
793    ὅς κεν τῆς ἐπίορκον ἀπολλείψας ἐπομόσσῃ
ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
κεῖται νήυτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν·
οὐδέ ποτ᾿ ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἔρχεται ἆσσον
βρώσιος, ἀλλά τε κεῖται ἀνάπνευστος καὶ ἄναυδος
στρωτοῖς ἐν λεχέεσσι, κακὸν δ᾿ ἐπὶ κῶμα καλύπτει.
αὐτὰρ ἐπὴν νοῦσον τελέσει μέγαν εἰς ἐνιαυτόν,
800    ἄλλος δ᾿ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἄεθλος·
εἰνάετες δὲ θεῶν ἀπαμείρεται αἰὲν ἐόντων,
οὐδέ ποτ᾿ ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται οὐδ᾿ ἐπὶ δαῖτας
ἐννέα πάντ᾿ ἔτεα· δεκάτῳ δ᾿ ἐπιμίσγεται αὖτις
εἶρας ἐς ἀθανάτων ὃς Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχουσι.
τοῖον ἄρ᾿ ὅρκον ἔθεντο θεοὶ Στυγὸς ἄφθιτον ὕδωρ
ὠγύγιον, τὸ θ᾿ ἵησι καταστυφέλου διὰ χώρου.
(Άφθιτον ύδωρ, το δημώδες «αθάνατο νερό»).
Το δόγμα της τιμωρίας των Ολυμπίων έχει Ορφική ρίζα. Cf. Servius, Commentaria in Vergilii Aeneidem, 6, 565: fertur namque ab Orpheo (OF 295) quod dii peierantes per Stygem paludem novem [ή novem milibus κατά άλλα χειρόγραφα] annorum spatio puniuntur in Tartaro. unde ait Statius (Thebais, VIII, 30) “et Styx periuria dirum arguit”. Cf. Εμπεδοκλής 31 DK B115 = 8 Pierris.
«Ἀπολλείψας» στον στίχο 793, υποδηλώνει ότι ο όρκος των θεών λάμβανε χώρα με λοιβή του ύδατος της Στυγός. Χύνοντάς το ιεροτελεστικά επικαλείσαι τη δύναμή του που θα σε τιμωρήσει αν ψεύδεσαι και επιορκείς. Η λοιβή και άλλες θυσίες ήταν συνηθισμένη ιεροπραξία στους τελετουργικούς όρκους. Στον Κριτία του Πλάτωνα 120Α-Β μέρος των χοών πίνεται, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο να εννοηθεί εδώ. Εν συνεχεία όμως ασφαλώς κατόπιν, το φοβερό του άγιου και φρικτού νερού θα νοηματοδότησε την απαγόρευση πόσεώς του. Αν και κατά μια τοπική παράδοση που μνημονεύει o C.T. Schwab, Arkadien, (1852), p. 16, όποιος πιει το νερό της Στυγός την κατάλληλη μέρα του χρόνου μπορεί να γίνει αθάνατος.
Στους Ομηρικούς Ύμνους το Στυγός Ύδωρ, όρκος θεών, είναι «ἀμείλικτον» (Ὕμνος εἰς Δήμητραν, 259) και «ὄβριμον» (Ὕμνος εἰς Ἑρμῆν, 519). Ο όρκος της Λητούς είναι ακριβώς σαν τον πρώτο της Ήρας στην Ιλιάδα (Ο, 36-8), Ὕμνος εἰς Ἀπόλλωνα, 84-6. Εισάγεται όμως επι πλέον ο συμβολισμός ότι η Στυξ ήταν μεταξύ των Νυμφών και των Θεαινών με τις οποίες έπαιζε η Περσεφόνη όταν την απήγαγε ο Άδης (Ὕμνος εἰς Δήμητραν, 423). Τα ονόματα των Ωκεανίδων, στους ίδιους στίχους (με την παράλειψη ενός και την πιθανή απουσία της Αθηνάς και της Αρτέμιδος που εμφανίζονται στο ίδιο Ομηρικό χωρίο), αναφέρονται και ως Ορφικά έπη στον Πάπυρο του Βερολίνου (P. Berl.), OF 49 = Fr. 387 Bernabé. Αλλά ο Παυσανίας τα γνωρίζει και αναγνωρίζει ως Ομηρικά, iv, 30, 4. Υπόκειται κοινή παράδοση με την Αρπαγή να γίνεται στην όχθη του ορίζοντος Ωκεανού, εκεί όπου Γη, Ουρανός και Άδης συναντώνται. Ιδέες, εικόνες και δακτυλικοί ρυθμοί μεταφέρονταν από έπος σε έπος, όπως στον μύθο του Πάλλαντος, συζύγου της Στυγός κατά τον Ησίοδο και κατά ποίημα αναφερόμενα στον πανάρχαιο Λίνο, την γνησιότητα του οποίου αμφισβητεί πάντως ο Παυσανίας (VIII, 18, 1 = Linus 90F Bernabé).
Ο συμβολισμός της υγρότητας παίρνει νέο βάθος με την ερμηνεία των ΝεοΠυθαγορείων που έβλεπαν στη Στύγα τη δύναμη του σπέρματος.
«κἀνταῦθα πολὺς ὁ Νουμήνιος [fr. 36 Des Places] καὶ οἱ τὰς Πυθαγόρου ὑπονοίας ἐξηγούμενοι, καὶ τὸν παρὰ μὲν τῷ Πλάτωνι [Πολιτεία, 621a] ποταμὸν Ἀμέλητα, παρὰ δὲ τῷ Ἡσιόδῳ καὶ τοῖς Ὀρφικοῖς τὴν Στύγα, παρὰ δὲ τῷ Φερεκύδῃ [DK7 B7 = fr. 87 Schibli] τὴν ἐκροὴν ἐπὶ τοῦ σπέρματος ἐκδεχόμενοι».
Πορφύριος, Πρὸς Γαύρον, 2, 2, 9 (34, 26 Kalbfleisch) = Fr. 344 Bernabé = OF 124.
Το Ύδωρ της Στυγός ήταν και ανθρώπινος φρικτός όρκος σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Αν ελάμβανε χώρα εγίνετο επί τόπου. Ο Ηρόδοτος πληροφορεί, περιγράφων και ακριβώς τη φυσική παρουσία της Στυγός (VI 74):
«…καὶ δὴ καὶ ἐς Νώνακριν πόλιν πρόθυμος [sc. ο Κλεομένης] ἦν τῶν Ἀρκάδων τοὺς προεστῶτας ἀγινέων ἐξορκοῦν τὸ Στυγὸς ὕδωρ. ἐν δὲ ταύτῃ τῇ πόλι λέγεται εἶναι ὑπ᾿ Ἀρκάδων τὸ Στυγὸς ὕδωρ, καὶ δὴ καὶ ἔστι τοιόνδε τι· ὕδωρ ὀλίγον φαινόμενον ἐκ πέτρης στάζει ἐς ἄγκος, τὸ δὲ ἄγκος αἱμαστῆς τις περιθέει κύκλος. ἡ δὲ Νώνακρις, ἐν τῇ ἡ πηγὴ αὕτη τυγχάνει ἐοῦσα, πόλις ἐστὶ τῆς Ἀρκαδίης πρὸς Φενεῷ».
Το άγκος είναι η κλεισούρα κάτω του καταιωνιζομένου ύδατος. Περιεβάλλετο υπό ιερού περιβόλου εκ λίθων. Η Νώνακρις πρέπει να έκειτο περί τη θέση του χωριού Μεσορρούγγι (μεταξύ Σόλου και Περιστέρας), όπως είχε προτείνει ο Leake (Travels in the Morea, vol. III, pp. 169-70). Είχε δει εκεί στα χέρια χωρικού γυναικείο μαρμάρινο ειδώλιο, χωρίς τα πόδια, με πόλο ή καλάθι στο κεφάλι (άρα μια μυστηριακή θεότητα). Είχε βρεθεί στο ποτάμι του χωριού το 1806. Η Νώνακρις έκειτο εις ερείπια εγκαταλειμμένη ήδη επί Στράβωνος και Παυσανία. Μιλώντας για το ύδωρ Στυγός γράφει ο Παυσανίας (VIII, 17, 6):
«τὸ μὲν δὴ ἀρχαῖον ἡ Νώνακρις πόλισμα ἦν Ἀρκάδων, καὶ ἀπὸ τῆς Λυκάονος γυναικὸς τὸ ὄνομα εἰλήφει· τὰ δὲ ἐφ᾿ ἡμῶν ἐρείπια ἦν, οὐδὲ τούτων τὰ πολλὰ ἔτι δῆλα. τῶν δὲ ἐρειπίων οὐ πόρρω κρημνός ἐστιν ὑψηλός· οὐχ ἕτερον δ᾿ ἐς τοσοῦτον ἀνήκοντα ὕψους οἶδα. καὶ ὕδωρ κατὰ τοῦ κρημνοῦ στάζει· καλοῦσι δὲ Ἕλληνες αὐτὸ ὕδωρ Στυγός».
Τον εντυπωσιάζει το τρομερό έξαρμα του πέτρινου τοίχου, του υψηλότατου κρημνού που περιέγραψα εξ αρχής. Δεν γνωρίζει άλλο τέτοιο πελώριο φυσικό τοίχο – και είχε περιοδεύσει πολλά μέρη και τόπους. Χαρακτηρίζει επίσης το νερό ότι στάζει, δεν είναι καταρράκτης. Και μάλιστα τονίζει ότι με την περιγραφή που κάνει επ’ αυτού του χαρακτηριστικού ο Όμηρος είναι σαν να έχει δει το ύδωρ της Στυγός (18, 2):
«μάλιστα δὲ τῆς Στυγὸς τὸ ὄνομα ἐς τὴν ποίησιν ἐπεισηγάγετο Ὅμηρος. ἐν μέν γε Ἥρας ἐποίησεν ὅρκῳ,
ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν
καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ.
ταῦτα μὲν δὴ ἐποίησεν ὡς ἂν ἰδὼν ἐς τὸ ὕδωρ τῆς Στυγὸς στάζον».
Μνημονεύει, χωρίς, σωστά, να προβληματίζεται, ότι στον Όμηρο και ο Τιταρήσιος ποταμός είναι από τη Στύγα, και στον Άδη το ύδωρ της Στυγός υφίσταται (18, 2-3).
Ακριβώς όπως και σήμερα, αναφέρει ο Παυσανίας (18, 4):
«τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ τοῦ παρὰ τὴν Νώνακριν στάζον ἐσπίπτει μὲν πρῶτον ἐς πέτραν ὑψηλήν, διεξελθὸν δὲ διὰ τῆς πέτρας ἐς τὸν Κρᾶθιν ποταμὸν κάτεισι».
Πράγματι το καταιωνιζόμενο ύδωρ πέφτει σε μεγάλο επικλινή βράχο, χάνεται μέσα σε σαρώδη χώματα, θα οδηγείται στο παρακείμενο βαθύ ρέμα και εκείθεν στον Κράθι.
Ο Baehr (δεύτερη έκδοση του Ηροδότου, 1859, σελ. 329) συνδυάζων τις περιγραφές αυτοπτών νεότερων περιηγητών (Schwab, Beulé, Vischer, Ραγκαβή) επισημειώνει ευστόχως τον χαρακτήρα της άγριας μεγαλοπρέπειας, δέος εμποιούσης, του τόπου:
universa regio tristem praebat adspectum adeoque horrendum, saxis nudis in altum exaurgentibus parvumque spatium relinquentibus, ubi consistere possis, rupibus praecipitibus undique inclusus: natura fere emortua videtur, altissimum regnat sileptium, nulla re interruptum: omnia utique sic comparata sunt, ut mirum in modum animum afficiant eundemque horrore sacro quodam percutiant. Ipsa vero saxa, de quibus aqua alterius fontis praecipiti cursu delabitur, nigrum adspectum cum vulgo praebeant, hinc loci nomen nunc fertur Mavroneri s. Mauronero, i.e. aqua nigra. Pervenit ad hunc locum Schwab itinere trium fere horarum per fauces facto inde a vico, cui nomen Solos, meridiem versus adscendens.
Μέχρι και οι τρεις περίπου ώρες της ορειβασίας είναι σωστές. Προ πάντων το ιερό δέος του χώρου.
Την ιερή φρίκη, διάσταση σκοτεινότερη του άγιου δέους, τονίζει ο μύθος στον Επιμενίδη (όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας VIII, 18, 2) ότι η Στυξ εμίγει με τον Πείραντα και γέννησε την τερατώδη Έχιδνα.
Επιμενίδης Fr. 52 Bernabé = DK 3 B6 = FrGrH 457F5 = Colli 8 [B 13]. Πείρας (= Πεῖραρ, Πεῖρας) είναι το Πέρας, το όριο, με όλη την πολυδύναμη φύση του που έχω επανειλημμένα αναπτύξει.
Το τρομερό των παλαιών πρωταρχών εκφράζει και το επίθετο ὠγενία για τη Στύγα. Ο Ησίοδος (Θεογονία, 361), είδαμε, ομιλεί για το “Στυγὸς ἄφθιτον ὕδωρ / ὠγύγιον”, και ο Αντίμαχος (Fr. 114 Matthews) ανέφερε κατά πάσαν πιθανότητα το “ὠγυγί]ης Στυγὸς ὕδωρ” ή “ὠγενί]ης Στυγὸς ὕδωρ”. Ο Παρθένιος (Supplementum Hellenisticum, Fr. 621 = Fr. 11 Lightfort) έχει:
σὺν τῇ ἐγὼ Τηθύν τε καὶ ὠγενίης Στυγὸς ὕδωρ.
Το λήμμα προέρχεται από τον Στέφανο Βυζάντιο, όπου εξηγείται (p. 705.14 Meineke): ”Ὤγενος, ἀρχαῖος θεός, ὅθεν ὠγενίδαι καὶ ὠγένιοι ἀρχαῖοι”. Cf. Ηρωδιανός I, 180.12 Lentz. Εταυτίζετο με τον Ωκεανό, ως την πρωταρχή της γενέσεως. Ο Ησύχιος, λέγει s.v. “Ὠγενίδαι· Ὠκεανίδαι, Ὠγὴν γὰρ Ὠκεανός. ὠγένιον· παλαιόν”.
Ὠγὴν Ὠκεανὸς ὡς ὁ παλαιὸς τῆς γενέσεως. Και ασφαλώς έτσι θεωρείτο ήδη από τον Φερεκύδη τον Σύριο (DK7 B2, B4).
Την φρικτή αγιότητα του αρχεγόνου ύδατος της Στυγός συνόδευε η ολέθρια ιερότητά του. Γράφει ο Στράβων (VIII, 8, 4, 389C):
«περὶ Φενεὸν δ᾿ ἐστὶ καὶ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ, λιβάδιον ὀλεθρίου ὕδατος νομιζόμενον ἱερόν».
«Λιβάδιον» από την λιβάδα, διότι καταλείβεται, στάζει, καταιωνίζεται.
Όταν ο Leake (1806) περιόδευσε την περιοχή και επισκέφθηκε τη Στύγα, οι χωρικοί του Σόλου, του Μεσορρουγιού και της Περιστέρας δόξαζαν ότι τα καταρρέοντα «μαυρονέρια» ή «δρακονέρια» είναι ολέθρια εκεί που πέφτουν, αλλά όχι στο παρακείμενο ρέμα της Στύγας, ούτε στον Κράθι στον οποίο αυτό το ρέμα εκβάλλει μέσα από βαθύ φαράγγι (Travels in Morea, vol. 3, p. 167).
Ο Παυσανίας αναφέρει διεξοδικά τη θανατηφόρα και καταστροφική δράση των Υδάτων της Στυγός: VIII, 18, 4 – 6:
«θάνατον δὲ τὸ ὕδωρ φέρει τοῦτο καὶ ἀνθρώπῳ καὶ ἄλλῳ ζῴῳ παντί. λέγεται δὲ ὅτι γένοιτό ποτε ὄλεθρος ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ αἰξίν, οἳ τοῦ ὕδατος ἔπιον πρῶτον. χρόνῳ δὲ ὕστερον ἐγνώσθη καὶ εἰ δή τι ἄλλο πρόσεστι τῷ ὕδατι τῶν ἐς θαῦμα ἡκόντων. Ὕαλος μέν γε καὶ κρύσταλλος καὶ μόρρια καὶ ὅσα ἐστὶν ἀνθρώποις ἄλλα λίθου ποιούμενα, καὶ τῶν σκευῶν τὰ κεραμεᾶ, τὰ μὲν ὑπὸ τῆς Στυγὸς τοῦ ὕδατος ῥήγνυται· κεράτινα δὲ καὶ ὀστέϊνα σιδηρός τε καὶ χαλκός, ἔτι δὲ μόλυβδός τε καὶ κασσίτερος καὶ ἄργυρος καὶ τὸ ἤλεκτρον ὑπὸ τούτου σήπεται τοῦ ὕδατος. τὸ δὲ αὐτὸ μετάλλοις τοῖς πᾶσι καὶ ὁ χρυςὸς πένονθε· καίτοι γε καθαρεύειν [γε] τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ ἰοῦ ἥ τε ποιήτρια μάρτυς ἐστὶν ἡ Λεσβία καὶ αὐτὸς ὁ χρυςὸς ἐπιδείκνυσιν. Ἔδωκε δὲ ἄρα ὁ θεὸς τοῖς μάλιστα ἀπερριμμένοις κρατεῖν τῶν ὑπερηρκότων τῇ δόξῃ. τοῦτο μὲν γὰρ τὰ μάργαρα ἀπόλλυσθαι πέφυκεν ὑπὸ τοῦ ὄξους· τοῦτο δὲ τὸν ἀδάμαντα λίθων ὄντα ἰσχυρότατον τοῦ τράγου κατατήκει τὸ αἷμα. καὶ δὴ τὸ ὕδωρ οὐ δύναται τῆς Στυγὸς ὁπλὴν ἵππου βιάσασθαι μόνην, ἀλλὰ ἐμβληθὲν κατέχεταί τε ὑπ᾿ αὐτῆς καὶ οὐ διεργάζεται τὴν ὁπλὴν. Εἰ δὲ καὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου συνέβη τὴν τελευτὴν διὰ τοῦ φαρμάκου γενέσθαι τούτου, σαφῶς μὲν οὐκ οἶδα, λεγόμενον δὲ οἶδα».
Στα ζώα πινόμενο το ύδωρ της Στυγός επιφέρει θάνατο. Το διεπίστωσαν πρώτα σε μερικές αίγες που το έπαθαν. Τα ζώα το αποφεύγουν. Θανατηφόρα τοξικό είναι και στον άνθρωπο. Λέγεται ότι ο Μ. Αλέξανδρος φαρμακώθηκε με το νερό της Στύγας. Η τοξικότητά του συνοδεύεται από μεγάλη διαλυτική ικανότητα. Γυαλί, κρύσταλλος, πορσελάνη (ή  ημιπολύτιμος λίθος), λίθινα αγγεία και κεραμικά, όλα σπάζουν αν περιλάβουν το άγιο νερό. Κέρατα, οστά και μέταλλα σήπονται από αυτό. Ακόμη και ο χρυσός, η ευγενέστερη ουσία που δεν μιαίνεται και δεν πάσχει γιατί δεν συγχρωτίζεται με καμία άλλη. (Αν και στον Όμηρο, η Ίρις φέρνει το όβριμο νερό σε χρυσούν αγγείο για να ορκισθούν επ’ αυτού οι θεοί. Πάντως πλην της πολυτιμότητας, ο χρυσός εδώ υποδηλώνει ήδη την πεποίθηση ότι τα μέταλλα διαβιβρώσκονται από τα προαιώνια ύδατα). Όπως όμως σε άλλες περιπτώσεις η φύση έκανε ώστε χαμηλής αξίας ουσίες να είναι ισχυρότερες από πολλές πολυτίμητες, όπως τα μαργαριτάρια λιώνουν από το ξίδι και τα διαμάντια να τα κατατήκει το αίμα του τράγου, έτσι και το φρικτό νερό μπορεί να το κρατήσει αλώβητη η οπλή του ίππου. Έτσι λέγεται ότι δηλητηρίασαν τον Μ. Αλέξανδρο στη Βαβυλώνα.